- καμπεσίγυιος
- καμπεσί-γυιος, ον,A bending the limbs, παίγνια κ. puppets, Orph.Fr.34.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καμπεσίγυιος — καμπεσίγυιος, ον (Α) (για παιχνίδια) αυτός που κάμπτει τα μέλη τού σώματος («παίγνια καμπεσίγυια» παιχνίδια που λυγίζουν τα μέλη τού σώματος, τα νευρόσπαστα, Ορφ. απόσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπεσί (< κάμπτω) + γυιος (< γυῖα «μέλη τού σώματος») … Dictionary of Greek
καμπεσίγυια — καμπεσίγυιος bending the limbs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek